- ανάβαθος
- η, -ο [βάθος]ο μη βαθύς, αβαθής, ρηχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* υποκορ. + βάθος.ΠΑΡ. αναβαθαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάβαθος — η, ο 1. ρηχός: Το ποτάμι στο μέρος εκείνο είναι ανάβαθο. 2. επιπόλαιος, άκριτος: Τον ήξερε για μυαλό ανάβαθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβαθαίνω — [ανάβαθος] 1. γίνομαι ανάβαθος, ρηχός 2. κάνω κάτι ρηχό, ξεβαθαίνω … Dictionary of Greek
αλιτενής — ἁλιτενής, ές (Α) 1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα 2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός 3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα) 4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τενής <… … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
ρηχός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βάθος, ανάβαθος: Εδώ τα νερά είναιπολύ ρηχά. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει βάθος στη σκέψη, επιπόλαιος: Τα νοήματα στο ποίημά σου είναι πολύ ρηχά. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρηχά άβαθο μέρος στη θάλασσα. 4. φρ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)